- ζωγρώ
- (ε) μετ. уст. захватывать в плен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωγρώ — ζωγρῶ, έω (AM) (για ανθρώπους) συλλαμβάνω κάποιον ζωντανό, αιχμαλωτίζω αρχ. 1. αλιεύω 2. μτφ. προσελκύω οπαδούς 3. διατηρώ ζωντανό κάποιον 4. επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, ζωντανεύω, δροσίζω 5. παθ. ζωγροῡμαι, έομαι προσελκύομαι υπό την επίδραση … Dictionary of Greek
ζωγρῶ — ζωγρέω take pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζωγρέω take pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώγρῳ — ζῶγρος cage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωάγριος — ζωάγριος, ον (Α) 1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου 2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά… … Dictionary of Greek
αζώγρητος — η, ο (Α ἀζώγρητος, ον) [ζωγρῶ] αυτός που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος, ασύλληπτος … Dictionary of Greek
αναζωγρώ — ἀναζωγρῶ ( έω) (Α) επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τόν ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγρῶ «σώζω τη ζωή κάποιου». ΠΑΡ. μσν. ἀναζώγρησις] … Dictionary of Greek
ζωγρία — και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [ζωγρώ] 1. η σύλληψη ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του 2. φρ. «ζωγρία αποβάλλω τινά» χάνω κάποιον επειδή συνελήφθη … Dictionary of Greek
ζωγρείον — ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο 2. κλουβί 3. παγίδα 4. ιχθυοτροφείο 5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα τα ζωάγρια* … Dictionary of Greek
ζωγρεύω — (Α) βλ. ζωγρῶ, έω … Dictionary of Greek
ζωγρητικός — ζωγρητικός, ή, όν (Μ) [ζωγρώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζώγρηση, ο επιτήδειος στη σύλληψη ζωντανών άγριων ζώων … Dictionary of Greek
ζώγρημα — ζώγρημα, τό (AM) [ζωγρώ] 1. θήραμα, ζώο που πιάστηκε ζωντανό 2. μτφ. λεία, θύμα («ζώγρημα τοῡ διαβόλου») … Dictionary of Greek